- ρακτός
- -ή, -όν, Α1. (για τόπο) κρημνώδης, δύσβατος2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ῥακτοί(κατά τον Ησύχ.) «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι».[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- τού ῥήγνυμι* (πρβλ. αορ. ἐ-ρράγ-ην) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.].
Dictionary of Greek. 2013.